προμετώπιος

προμετώπιος
-α, -ο / προμετώπιος, -ον, ΝΜΑ [προμέτωπος]
(σχετικά με ζώο) αυτός που βρίσκεται μπροστά στο μέτωπο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμετώπιο
κατασκεύασμα τής παλαιότερης οχυρωτικής μπροστά από τον προμαχώνα για την ενίσχυσή του
μσν.
μτφ. αυτός που στέκεται μπροστά στο στρατιωτικό μέτωπο («ὁ αὐτοκράτωρ προμετώπιος ἵστατο [τοῡ στρατεύματος]», Άνν. Κομν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”